- σκατολογία
- η1) скабрёзность, непристойность; 2) мед. исследование кала
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκατολογία — η, Ν 1. το να μεταχειρίζεται κανείς συχνά στον λόγο του τη λέξη σκατό, βωμολοχία, χυδαιολογία 2. ιδιαίτερη προτίμηση τών πραγματιστών συγγραφέων στη χρησιμοποίηση χυδαίων λέξεων και στην αναπαράσταση βρομερών πραγμάτων και καταστάσεων 3. ιατρ.… … Dictionary of Greek
σκατολογικός — ή, ό, Ν [σκατολόγος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον σκατολόγο ή στη σκατολογία … Dictionary of Greek